υαλοκρύσταλλος

υαλοκρύσταλλος
ο хрусталь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υαλοκρύσταλλος" в других словарях:

  • υαλοκρύσταλλος — ο, Ν πολύ διαυγές γυαλί, κρύσταλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + κρύσταλλος] …   Dictionary of Greek

  • υαλοκρύσταλλος — ο γυαλί ανώτερης ποιότητας πολύ καθαρό, το κρύσταλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»